- τροχοπέδηση
- η1. επιβράδυνση της κίνησης τροχού με την τροχοπέδη.2. μτφ., αντιμετώπιση διάφορων ενεργειών ή καταστάσεων: Πρέπει να γίνει τροχοπέδηση της ανωμαλίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.